- κατωκάρα
- κᾰτωκάρα [pron. full] [ᾰρ], Adv.A head downwards, Pi.Fr.161, Ar.Ach.945 (lyr.), Ph.1.207, Agath.2.2; heels over head, Ar.Pax 153.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατωκάρα — (Α) επίρρ. με το κεφάλι προς τα κάτω («κατωκάρα κρέμαιτο», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + κάρα «κεφαλή»] … Dictionary of Greek
κατωκάρα — head downwards indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek